συγγαμία

συγγαμία
η, ΝΑ [σύγγαμος]
νεοελλ.
βιολ.
1. η συγχώνευση ενός αρσενικού με έναν θηλυκό γαμέτη κατά τη γονιμοποίηση οργανισμών οι οποίοι αναπαράγονται με φυλετική αναπαραγωγή, συγχώνευση που καταλήγει στη δημιουργία τού ζυγωτού
2. σπάνια μορφή αναπαραγωγής, κατά την οποία το αρσενικό και το θηλυκό άτομο παραμένουν μονίμως σε σύζευξη με συνένωση τών καλυπτήριων συστημάτων τους
αρχ.
η ένωση με γάμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγγαμικός — ή, ό, Ν [συγγαμία] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγαμία ως μορφή αναπαραγωγής 2. φρ. «συγγαμικό είδος» βιολ. το συγγάμειο …   Dictionary of Greek

  • φαινοτυπικός — ή, ό, Ν [φαινότυπος] 1. ο σχετικός με τον φαινότυπο 2. φρ. α) «φαινοτυπική ταξινόμηση» βιολ. άλλη ονομασία για την φαινετική ταξινόμηση β) «φαινοτυπική έκφραση» βιολ. το φαινόμενο τής εκδήλωσης ενός συγκεκριμένου γονιδίου γ) «φαινοτυπικό εύρος»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”